- πεντακοσιοστύς
- πεντακοσιοστύς, ἡ, eine Zahl od. Anzahl von 500
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πεντακοσιοστύς — πεντακοσιοστύ̱ς , πεντακοσιοστύς company of fem acc pl πεντακοσιοστύς company of fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντακοσιοστύς — ύος, ἡ ΜΑ άθροισμα ή ποσότητα πεντακοσίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντακόσιοι + επίθημα (σ)τύς (πρβλ. εκατο στύς, μυριο στύς)] … Dictionary of Greek
πεντακοσιοστύν — πεντακοσιοστύς company of fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)